- έχω
- πρτ. είχα1. κρατώ στα χέρια μου: Μην πλησιάζεις, έχω μαχαίρι.2. διαθέτω, είμαι κάτοχος, ιδιοκτήτης: Έχω σπίτια.3. σχετίζομαι, συγγενεύω, συνδέομαι: Έχω αδέρφια.4. μτφ., αξίζω, κοστίζω: Πόσο έχουν οι ντομάτες;5. θεωρώ, νομίζω: Τον είχα για αφελή, αλλά είναι πονηρός.6. πάσχω: Έχω πνευμονία.7. με αφηρημένα ουσιαστικά αποτελεί περίφραση με διάφορες σημασίες: «έχω πένθος», πενθώ· «έχω επιθυμία», επιθυμώ· «έχω καιρό», είμαι διαθέσιμος ή έχω περιθώρια χρόνου, μπορώ· «έχω το λόγο», σειρά μου να μιλήσω· «έχω στο νου», λογαριάζω, σχεδιάζω κ.ά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.